- Μουσολίνι, Μπενίτο
- (Benitto Mussolini, Ντόβια ντι Πρεντάπιο, Ρομάνια 1883 – Τζουλιάνο ντι Μετσέγκρα, Κόμο 1945). Ιταλός πολιτικός. Από φτωχή αγροτική οικογένεια της Ρομάνιας, ο Μ. έζησε πολύ φτωχικά στα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του, σιδηρουργός του χωριού, διατηρούσε συγχρόνως και μια ταβέρνα. Καθώς του άρεσε να ανακατεύεται σε όλα, έφερνε σε δύσκολη θέση τη γυναίκα του - μια φρόνιμη και θρησκόληπτη δασκάλα του χωριού - επιδεικνύοντας αρκετά ασυνάρτητες αναρχο-σοσιαλιστικές τάσεις. Επηρεασμένος από τον πατέρα του, ο νεαρός Μπενίτο στράφηκε στην αρχή προς έναν επαναστατικό σοσιαλισμό με έντονα αντιμιλιταριστικές και αντικληρικές τάσεις.
Με πολλούς κόπους και στερήσεις έγινε κι αυτός δάσκαλος
το 1901· αρνήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του κι έφυγε στην Ελβετία (1902). Εκεί έζησε πολύ δύσκολα για δυο χρόνια, εργαζόμενος την ημέρα σε χειρωνακτικές εργασίες και διαβάζοντας τη νύχτα. Εκτοπίστηκε διαδοχικά από όλα τα καντόνια για ανατρεπτική δράση και το 1904, επωφελούμενος από μια αμνηστία, ξαναγύρισε στην Ιταλία, όπου άρχισε να κινείται μέσα στο σοσιαλιστικό κόμμα. Δημοσιογράφος στο Τρέντο, έπειτα στο Φορλί, τέλος στο Μιλάνο, διευθυντής του Avanti - επίσημου οργάνου του σοσιαλιστικού κόμματος - ο Μ. εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος του αδιάλλακτου σοσιαλισμού. Έγραψε εμπαθή άρθρα εναντίον της ιταλικής εκστρατείας στην Τριπολίτιδα και καταδίκαζε κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Με την έκρηξη όμως του A’ Παγκοσμίου πολέμου άλλαξε απότομα στάση και έριξε το σύνθημα «Ζήτω ο πόλεμος και η επανάσταση!». Για τον λόγο αυτό διώχθηκε από το κόμμα του και με τη χρηματική ενίσχυση της γαλλικής πρεσβείας, ίδρυσε την εφημερίδα Ιl Popolo d’ lItalia, με την οποία ζητούσε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Αφού τραυματίστηκε (από ατύχημα) και απαλλάχτηκε από τον στρατό το 1917, γύρισε «τελείως μεταμορφωμένος από την υπέροχη αυτή δοκιμασία» και στράφηκε προς τον πιο φλογερό εθνικισμό. Δεν έπαυε να καταγγέλλει στα άρθρα του την ανικανότητα των φιλελεύθερων κυβερνήσεων και να ζητά «ένα ισχυρό καθεστώς», το μόνο που θα ήταν ικανό να αναστηλώσει το κράτος, να πραγματοποιήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, να δώσει στους παλιούς πολεμιστές τη θέση που τους ανήκε και να εφαρμόσει πολιτική εθνικού μεγαλείου.
Με το συγκεχυμένο αυτό πρόγραμμα, που αντανακλούσε τους πόθους των μικροαστών, ο Μ. ίδρυσε στο Μιλάνο, τον Μάρτιο του 1919, τον πρώτο «Ιταλικό δεσμό (=faschio, εξ ου και «φασισμός») πάλης» - μικρή ομάδα που συγκέντρωσε τα πιο ετερογενή στοιχεία. Οι αρχές ήταν δύσκολες (σε σημείο που ο Μ. σκεπτόταν να εγκαταλείψει την πολιτική και να ασχοληθεί με το θέατρο), αλλά το 1920 το κίνημα αναδιοργανώθηκε και προσανατολίστηκε στην καταπολέμηση των απεργιών και στον πόλεμο εναντίον των εργατικών σωματείων και των κομμάτων της αριστεράς. Με την πολιτική τρομοκρατία που ασκούσε, έγινε - μέσα σε μια Ιταλία που είχε παραλύσει από τις κοινωνικές αντιθέσεις - η μόνη οργανωμένη δύναμη στην υπηρεσία της τάξης. Ο Μ. παραμέρισε γρήγορα τα αντικεφαλαιοκρατικά συνθήματα του και απομάκρυνε όσους από τους συνεργάτες του - όπως τον Ντίνο Γκράντι - έμεναν πιστοί στην επαναστατική φρασεολογία και στον σοσιαλισμό. Με την υποστήριξη των μεγάλων βιομηχάνων και των πλούσιων γαιοκτημόνων, με τη συγκεκαλυμμένη ενίσχυση των αρχηγών του στρατού και της αστυνομίας, οργάνωσε την εκβιαστική κωμωδία της «πορείας προς τη Ρώμη» και πέτυχε να πάρει από τον βασιλιά Βίκτωρα-Εμμανουήλ την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 1922.
Ο Μ. ήταν τότε τριάντα εννέα ετών. Αυτοδίδακτος, είχε πάρει από τον Νίτσε τη λατρεία του «εγώ», από τον Μπερξόν την πίστη στη διαίσθηση, από τον Σορέλ το κήρυγμα της βίαιης αντίδρασης, από τον Μοράς το μίσος εναντίον της δημοκρατίας. Αντίθετα όμως από ό,τι έκανε αργότερα ο Χίτλερ, δεν προσπάθησε να συνδυάσει τις ιδέες του σ’ ένα οργανωμένο σύστημα. Επέμενε στη διατύπωση μερικών αρνητικών ιδεών: «Είμαι αντικοινοβουλευτικός, αντιδημοφιλελεύθερος και αντισοσιαλιστής» και διακήρυττε προπάντων ότι ήταν ρεαλιστής, πραγματιστής: «θεωρία μας είναι τα πράγματα». Στην πραγματικότητα, έδειξε μεγάλη ευκαμψία και κατόρθωνε, παρά τον εγωισμό του, να υποχωρεί καιροσκοπικά, αν και έτρεφε μεγαλομανή όνειρα, που δεν κατόρθωνε πάντα να τα ελέγχει. Κατόρθωνε να γοητεύει τους συνομιλητές του και να συγκινεί τις μάζες. Η ενστικτώδης, επιπόλαιη και μεγαλόστομη, αλλά γεμάτη συνθήματα και υποσχέσεις, ευγλωττία του ήταν το όπιο με το οποίο μέθυσε την Ιταλία επί είκοσι ολόκληρα χρόνια. Δεν δίστασε, σαν μεγάλος θεατρίνος, να βγάλει το σακάκι και το πουκάμισό του και να πιάσει το τσαπί για να σκάψει ένα χωράφι μπροστά στους φωτογραφικούς φακούς. Αρχηγός ενός κόμματος χωρίς θεωρία, απόλυτος κύριος μιας κυβέρνησης χωρίς πρόγραμμα, φαινόταν σαν ο σκηνοθέτης και ο κύριος ηθοποιός μιας παράστασης της οποίας τα έξοδα πλήρωνε η Ιταλία. Κινούμενος κυρίως από τις φιλοδοξίες του και όχι από λογικούς πολιτικούς υπολογι
σμούς, εφάρμοσε σε όλα τα πεδία - τόσο στις «μεγάλες μάχες για την παραγωγή», όσο και στον αποικιακό ιμπεριαλισμό του (πόλεμος της Αιθιοπίας, 1936) και στις συχνά ενθαρρυντικές σχέσεις του με άλλες δυνάμεις - μια καιροσκοπική και συχνά αντιφατική πολιτική, που συνδυαζόταν με χονδροειδώς θεατρινίστικες επιδείξεις, με τις οποίες επιδίωκε να εντυπωσιάσει και να παρασύρει τους Ιταλούς.
Όλα αυτά τελείωσαν με τον πόλεμο. Συνδέθηκε με τον Χίτλερ έχοντας την ελπίδα πως έτσι θα εξασφάλιζε την ιταλική ηγεμονία στη Μεσόγειο. Στις 25 Ιουλίου 1943 οι φίλοι του από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο τον «κατήργησαν», νομίζοντας ότι θα έσωζαν το καθεστώς προσφέροντας έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Φυλακίστηκε στο Γκραν Σάσο, αλλά απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές του Σκορτσένι και τοποθετήθηκε από τον Χίτλερ επικεφαλής μιας νέας φασιστικής κυβέρνησης στη Βόρεια Ιταλία. Ήταν πια ένα ναυάγιο που απλώς το ρυμουλκούσε η Γερμανία. Τη στιγμή της ναζιστικής κατάρρευσης αποπειράθηκε να φύγει στο Τιρόλο (Απρίλιος 1945), αλλά συνελήφθη από τους αντάρτες και τουφεκίστηκε. Το πτώμα του μεταφέρθηκε στο Μιλάνο και κρεμάστηκε από τα πόδια στα τσιγκέλια ενός χασάπικου.
Ο Μπενίτο Μουσολίνι σε φωτογραφία της εποχής που ήταν διευθυντής της εφημερίδας «Αβάντι!» (1912-14).
Ο Μπενίτο Μουσολίνι εκφωνεί λόγο στον στρατό, σε φωτογραφία του 1928.
Ο Ιταλός πολιτικός Μπενίτο Μουσολίνι, τον Απρίλιο του 1945, στη δύση της σταδιοδρομίας και της ζωής του.
Σκηνή από ντοκιματέρ (1938) που δείχνει τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι (δεύτερος από δεξιά) δίπλα στον Αδόλφο Χίτλερ, κατά την διάρκεια επίσκεψής του στο Μόναχο (φωτ. ΑΠΕ).
Ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι ο οποίος ξεκίνησε τις προκλητικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας (φωτ. από την έκδ. «100 + 1 χρόνια Ελλάδα).
Dictionary of Greek. 2013.